- φουλαριστός
- -ή, -ό, Ν1. με όλη τη δύναμη, με όλη τη δυνατή ταχύτητα («έτρεχε φουλαριστός»)2. υπερπλήρης, γεμάτος ώς επάνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < φουλάρω + κατάλ. -ιστός τών ρηματ. επιθ. από ρ. σε -ίζω (πρβλ. λαχταρ-ιστός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουλαριστός — ή, ό επίρρ. ά 1. πλήρης, γεμάτος, κατάμεστος, φουλ: Το βαρέλι ήταν φουλαριστό με κρασί. 2. αυτός που πηγαίνει πολύ γρήγορα, που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα: Πέρασε ένα αυτοκίνητο φουλαριστό για Θεσσαλονίκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ντεκουπαριστός — ή, ό (φωτογρ. τυπογρ.) (σχετικά με εικόνα ή τμήμα της) αυτός που έχει αποχωριστεί από το φόντο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντεκουπάρω, κατά τα επίθ. σε ιστός από ρ. σε ίζω (πρβλ. φουλάρω: φουλαριστός)] … Dictionary of Greek